αἶσα

αἶσα
αἶσα (αἴσας, -ᾳ, -αν.)
a lit., share, portionἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεταιP. 9.56
b met., lot, fortune, destiny

θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων O. 6.102

αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68

γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60

τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.53

ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47

γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.58

ὀλβίᾳ δ ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν (ὄλβιοι λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.) fr. 131a, ad Θρ. . ]τοι πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ fr. 140a. 49 (23).
c will, ordinance of a god.

Διὸς αἴσᾳ Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.42

ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν sc. of the Muse N. 3.16

ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν N. 6.13

σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.1

d κατ' αἶσαν, befittingly βασιλευομέναν

οὐ καταἶσαν τιμάν P. 4.107

καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων P. 10.26

e παρ' αἶσαν, immoderately

παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13

f frag. ]ιαν αἶσαν[ Πα. 13b. 8.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αἶσα — who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἶσα — who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • Αἴσα — Αἴ̱σᾱ , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴσα — αἴ̱σᾱ , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴσᾳ — Αἴ̱σᾱͅ , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴσᾳ — αἴ̱σᾱͅ , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἶσ' — Αἶσα , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg Αἶσαι , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἶσ' — αἶσα , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg αἶσαι , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc pl αἶσι , αἶσις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭСА —    • Αΐσα,          см. Μοι̃ρα, Мойра, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • αρχαΐζω — άισα, μιμούμαι τους αρχαίους, κυρίως στη γλώσσα: Η γλώσσα που μεταχειρίζεται στο βιβλίο του αρχαΐζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”